Πτερνοτρωκτης

Πτερνοτρωκτης
    Πτερνοτρώκτης
    Πτερνο-τρώκτης
    -ου ὅ Окорокогрыз (имя мыши) Batr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Πτερνοτρωκτης" в других словарях:

  • πτερνοτρώκτης — ὁ, Α (ως ονομασία ποντικού) αυτός που ροκανίζει πτέρνες, δηλ. χοιρομέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (II) «χοιρομέρι» + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • Πτερνοτρώκτου — Πτερνοτρώκτης Ham nibbler masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερνοτρώκτου — πτερνοτρώκτης Ham nibbler masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρνα — και πέρνη και πτέρνα, ἡ, Α χοιρομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. perna «χοιρομέρι». Ο τ. πτέρνα, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ., οφείλεται είτε σε αστεϊσμό είτε σε επίδραση τής λ. πτέρνα (πρβλ. πτερνοτρώκτης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»